θερίτροπος

θερίτροπος
θερίτροπος, -ον (Μ)
(για το ηλιοστάσιο) αυτός που τρέπεται κατά το θέρος («θερίτροποι τροπαί» — οι θερινές τροπές τού ηλίου, Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερι- < θέρος (πρβλ. τερψίμβροτος) + -τροπος (< τρέπω), πρβλ. κατά-τροπος, μετά-τροπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θεριτρόπους — θερίτροπος turning in summer masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεριτρόπων — θερίτροπος turning in summer masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέρος — (I) ο 1. ο θερισμός 2. η εποχή τού θερισμού 3. παροιμ. «θέρος, τρύγος, πόλεμος» λέγεται για κάτι που δεν επιδέχεται αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος, το με μεταβολή γένους]. (II) το (ΑΜ θέρος) μια από τις τέσσερεις εποχές τού χρόνου, η πιο ζεστή από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”