- θερίτροπος
- θερίτροπος, -ον (Μ)(για το ηλιοστάσιο) αυτός που τρέπεται κατά το θέρος («θερίτροποι τροπαί» — οι θερινές τροπές τού ηλίου, Τζέτζ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θερι- < θέρος (πρβλ. τερψίμβροτος) + -τροπος (< τρέπω), πρβλ. κατά-τροπος, μετά-τροπος].
Dictionary of Greek. 2013.